- κατεύχομαι
- κατεύχομαι (Α)1. εύχομαι θερμά, κάνω ευχή ή προσευχή, προσεύχομαι (α. «τοῑθσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι», Ηρόδ.β. «ἐλθεῑν δ' Ὀρέστην δεῡρο σὺν τύχη τινί κατεύχομαί σοι», Αισχύλ.)2. παρακαλώ, ικετεύω («καί μ' ἁ Θευχαρίδα Θρᾷσσα... κατεύξατο... τὰν πομπὰν θάσασθαι», Θεόκρ.)3. (με κακή σημ.) προσεύχομαι εναντίον κάποιου, εκφέρω κατάρα (α. «κατεύχεσθαι τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν θεόν», Πλάτ. β. «κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον», Σοφ.)4. κομπάζω, καυχιέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.